- κυριόλεκτος
- κυριόλεκτος, -ον (AM)αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικόςαρχ.αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.επίρρ...κυριολέκτως (Α)με κυριολεξία, κυριολεκτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσ-λεκτος, πολύ-λεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.