κυριόλεκτος

κυριόλεκτος
κυριόλεκτος, -ον (AM)
αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός
αρχ.
αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο.
επίρρ...
κυριολέκτως (Α)
με κυριολεξία, κυριολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. δύσ-λεκτος, πολύ-λεκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυριολεκτικός — ή, ό αυτός που λέγεται, που γράφεται ή εννοείται κατά κυριολεξία, αυτός που έχει την ακριβή σημασία τής λέξης ή τής φράσης και όχι τη μεταφορική. επίρρ... κυριολεκτικώς και ά (Μ κυριολεκτικώς) 1. με κυριολεξία, με την κύρια σημασία τής λέξης ή… …   Dictionary of Greek

  • κυριολεκτώ — (AM κυριολεκτῶ, έω) [κυριόλεκτος] μιλώ με κυριολεξία, ακριβολογώ, μεταχειρίζομαι τις λέξεις με την ακριβή τους σημασία αρχ. αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”